Κυριακή 23 Νοεμβρίου 2014

Τοπικοί Γλωσσικοί ιδιωματισμοί


Α
α = τι είπες; δεν κατάλαβα
α,α = κατάφαση
αβέρτα = συνέχεια
αγανό = ύφασμα αραιά υφασμένο
αγάντα = συνεχεία
αγάλια =σιγά
αγγιά = κατσαρόλια
αγγούσα = το στομάχι της κότας -στομαχικές διαταραχές
αγκωνάρι = γωνιασμένη πέτρα, στο χτίσιμο χρησιμοποιείτε στις γωνίες
αγλέουρας = καταπέτασμα
αγρίδα = το αγίνωτο φρούτο, κυρίως σταφύλι
αδράχτι = εξάρτημα για το μάζεμα του γνέματος, πάει μαζί με τη ρόκα
αϊ = φύγε πήγαινε
ακόνι = πέτρα που χρησιμοποιείται για τρόχισμα κοφτερών εργαλείων
ακουμπάω = στηρίζουμε κάπου
αλάργα = μακριά
αλισίβα = απορρυπαντικό, απόσταγμα στάχτης
αλχτάω = γαβγίζω
αμανάτ = ενέχυρο
αμπάρ = ξύλινη κασέλα

αμπουξιά = σπρώξιμο
αμπουρια =διάβαση, πόρτα
αμπώχνω = σπρώχνω
αναμέρα = κάνε στην άκρη
ανάργια = αραιά, αργά
αντάρα = ομίχλη
αντάμα = μαζί
αντικιαστά = στο περίπου, στα τυφλά
αξούργους = αξύριστος
απάν = πάνω
απθώνω = αφήνω
απκάτ = από κάτω
αποκόβω = σταματάω το βύζαγμα
αποκούμπι = στήριγμα
απόπατος = τουαλέτα, αποχωρητήριο
απόστασα = κουραστικά
απσόμσα = γύρισα ανάποδα
αρβάλ = λαβή μτφ σειρά, ένας πίσω απ’ τον άλλον
αργαλειός = ξύλινη μηχανή για ύφανση και πλέξιμο
αρίδα = χειροκίνητο τρυπάνι
ασκερ = στράτευμα
αστόησα = ξέχασα
ατσούμπαλος = απρόσεκτος
αυτού = εκεί που είσαι
αφύσκος = άσχημος, αλλόκοτος
αχαμνά = αδύνατα, μτφ τα γεννητικά όργανα του άντρα
άχνα = απόλυτη σιωπη
αχούρ = αχυρώνας
αχπαν = από πάνω
Β
βαϊζω = γέρνω προς μια πλευρά
βακούφκο = κτήμα που ανήκει σε εκκλησία ή μοναστήρι
βαρέλα = κυλινδρικό ξύλινο δοχείο για την μεταφορά νερού
βάσκαμα = μάτιασμα
βάστα = κράτα
βελάνι = καρπός του πουρναριού ή του δέντρου (βελανίδι)
βέλαξα = φώναξα δυνατά, φωνή των ζώων
βελέντζα = χοντρή κουβέρτα, φλοκάτη
βερβέρα = μικρό ζώο που μοιάζει με νυφίτσα
βετούλι = κατσίκι ηλικίας ενός έτους
βεντούζα = ρούφηγμα του κρυώματος με γυάλινα ποτήρια, μτφ. το κόλλημα
βήβα = έκφραση που χρησιμοποιούμε όταν πίνουμε (στην υγειά μας)
βίτσα = ευλύγιστη βέργα
βλάρ = κομμάτι υφάσματος
Γ
γαλάρια = τα ζώα που έχουν γάλα που τα αρμέγουν
γαλατσίδα = φυτό που όταν το κόψης «δακρύζε» γάλα
γάνα = λέρωμα καρβουνάς
γατσούν = μικρό γατάκι
γάστρα = μεταλλικό «καπάκι» που αφού το κάψουμε ψήνουμε ψωμί ή φαγητό
γέννημα = οι σοδειά απ’τ χωράφι
γιόμα = μεσημέρι
γιοματίζω = γευματίζω
γιόμστο = γεμισέτο
γιούκος = διπλωμένα σκεπάσματα σε μια στοίβα το ένα πάνω στο άλλο
γκαβός = αυτός που δεν βλέπει καλά
γκανιάζω = διψώ
γκασμάς = εργαλείο για σκάψιμο, μτφ αυτός που δεν καταλαβαίνει, ο ανίδεος
γκέμια = χαλινάρια
γκιουλέκας = αυτός που τα θέλει όλα δικά του με άσχημο τρόπο
γκλάβα = μυαλό που δεν παίρνει γρήγορες στροφές
γκλαβανή = καταπακτή
γλίτσα = μπαστούνι του βοσκού
γκόρτσο = ο καρπός της αγρίας αχλαδιάς
γκουντάω = παραπατάω, το χτύπημα των ζώων μεταξύ τους με το κεφάλι
γκορτσιά = αγρία αχλαδιά
γκουστέρα = μικρή σαύρα
γκουτσάμ = ίσαμε, πλέον, αναφαίρετε κυρίως στην ηλικία
γκουτσπέλ = ξύλινο κάθισμα που βάζουμε κοντά στο τζάκι
γνάτ = εκδίκηση, μανία
γνέμα = κλώστη που βγαίνει απ’ τη ρόκα και το αδράχτι
γμάρ = γαϊδούρι
γούπατο = μέρος που είναι πιο χαμηλά απ’ την γύρω περιοχή
γραδώνω = σκαλώνω μπλέκουμε ή αρπάζω γρατσάω = γρατζουνάω
γρέκ = βαρύς ύπνος
γρουμπούλ = εξόγκωμα που φαίνετε με το μάτι ή με ψιλαφισμό
Δ
δαμάλ = ταύρος μικρής ηλικίας
δάχλο = δάχτυλο
δειλνό = δειλινό
διασίδ = ύφασμα που υφαίνεται στον αργαλειό
διάφορο = διαφορά, κέρδος
διπλάρκο = δίδυμο
δραγάτς = αγροφύλακας
δρασκελιά = μεγάλο άνοιγμα των ποδιών στο περπάτημα, πήδημα
δροτσίλα = μικρό σπυράκι που εμφανίζεται μετά από ίδρωμα
Ε
ε = απάντηση, ορίστε
εεε!= πιο σιγά, ήρεμα
ειδήσματα = αντικείμενα, πράγματα μικρής άξιας
εκειός = εκείνος
έλαχε = έτυχε
έφχα = έφυγα
έχοντα = περιούσια
Ζ
ζά = ζώα
ζβάω = σβήνω
σβάρνα = σέρνω, ξύλινο εργαλείο για την ισοπέδωση των οργωμένων χωραφιών
ζαβλακώθκα = νύσταξα
ζαβός = ιδιότροπος κυνηγόσκυλο, νευρικός
ζαγάρ =, μτφ ο κουτοπόνηρος
ζαμάνια = χρόνια.. πολλά, περασμένα
ζάρκο = ξεμπλέτσωτο, γυμνό
ζάφτω = χτυπάω (μτφ)τρώω λαίμαργα
ζγούρ = αρνί ενός έτους
ζγώνω = πλησιάζω
ζερβό = ανήλιαγο
ζερβός = αριστερόχειρας
ζεύγλα = εργαλείο που ζεύουν τα βόδια
ζίβα = σβήσε
ζλάπ = άγριο ζώο συνήθως σαρκοφάγο, (μτφ) άνθρωπος που ζει μόνος
ζμάρ = ζυμάρι
ζμί = ζουμί
ζμπάω = σπρώχνω, ζουλάω
ζουνάρ = ζώνη
ζουρλός = τρελός, αυτός που κάνει τρελές πράξεις
Η
ημερεύω = καλμάρω γίνομαι ήμερος
ημερόνχτο =διάστημα 24 ωρών μέρα και νύχτα
ημιπληγία = παράλυση του μισού σώματος
ηνιά = λουριά με τα οποία κατευθύνεται το ζώο
ησυχάζω = ηρεμώ
Θ
θάμα = θαύμα, εντυπωσιακό γεγονός
θαραπεύκα = βρήκα την υγειά μου, ευχαριστήθηκα
θκαρ =θήκη για ξυράφι
θκόμ = δικό μου
θλήκ = θηλιά σε παντελόνι ή άλλο ρούχο
θληκώνω = κουμπώνω
θράσια = ξάπλα, ξεψύχησε χωρίς να βγάλει αίμα
θυμητκό = γερή μνήμη
θυμνιάμα = λιβάνι
θυμνιτήρ = ειδικό εκκλησιαστικό σκεύος
Ι
ίνα = λεπτή κλωστή
ίσιωμα = ομαλό μέρος
ίσκιωμα = σκιά, φάντασμα, κακό πνεύμα
ίσκα = φυτίλι τσακμακιού, εξόγκωμα πάνω σε δέντρο (μύκητας)
ίταμος = θάμνος που μοιάζει με κέδρο
Κ
καβαλέτο = ξύλινο τρίποδο
καθάριο = καθαρό, (ψωμί σταρένιο)
κακάβ = χαλκωματένια κατσαρόλα
κδούν = κουδούνι
καζμάς = τσαπί για δύσκολο, πέτρινο και σκληρό έδαφος
καθάρσιο = φάρμακο καθαρτικό
καθέκαστα = γεγονότα με λεπτομέρειες
καλοσκέριο = δοκιμάζω λίγο και για πρώτη φορά
καλούδια = καλά δώρα
σκαλτσούνια = κάλτσες
καντάρ = ζυγαριά
καπίστρ = χαλινάρι
καραούλι = τοποθεσία που μπορείς να παρακολουθείς τα πάντα
κάργα = παρά πολύ
καρκαριέται = κακαρίζει σαν κότα, (έντονο, εκνευριστικό γέλιο)
κάρανο = καμένο, ξερό
καρτέρ = περίμενε (η τοποθεσία που περιμένεις κάτι)
κασκαρίκα = κόλπο, φάρσα
κατά ί = κατάχαμα
καταχνιά = ομίχλη
καταψιά = μπουκιά, καταπίνω κάτι
κατεβασιά = πλημμύρα
κατσαπλιάς = ατημέλητος, βρόμικος
κατσούλα = ρούχο που σε προστατεύει απ’ τη βροχή και το κρύο
κατώι = υπόγειο
κείθε = από την άλλη πλευρά
κιβούρ = τάφος
κλαπάτσα = αρρώστια που κολλούν τα ζώα από μολυσμένη τροφή
κλάρα = κλαδί
κόθρος = γωνία ψωμιού
κοκόνι = μικρό σκελετωμένο σκυλί
κοκόσια = καρύδα
κοταώ = τολμώ
κμάσ = στάβλος για γουρούνι
κουρίτα,ή καλάνι = μακρόστενο ξύλινο δοχείο που τρώνε ή πίνουν νερό τα ζώα
κουρνιαχτός = πυκνή σκόνη
κούτσικο = μικρό
κούτσουρο = κορμός δέντρου
κοψίδ = κομμάτι κρέας
κριστανάω = τρώγω άτσαλα χτυπώντας τα σαγόνια
κριματζαλιέμαι = κρεμιέμαι από κάπου
κρένω = μιλάω
κρούω = ακουμπάω
κρυώτ = κάνει κρύο
κτάβ = νεογέννητο σκυλί
κτί = κιβώτιο, κουτί
κουτσπέλ = μικρό κάθισμα
κουτσομπολιό = σχολιασμός των γεγονότων
κσισκλάω = σκίζω
Λ
λάγιο = μαύρο
λαγκάδ = ρεματιά
λαγούμ = υπόνομος (μτφ)υπόγειο αποθηκευτικό μονοπάτι
λαδολόι = μικρό δοχείο λαδιού
λαναρίζω = ξαίνω μαλλί
λαβούρα = τρομάρα
λαγαρίζω = καθαρίζω
λακάω = φεύγω γρήγορα
λαλάω = κελαηδάω παίζω μουσικό όργανο
λανάρ = εργαλείο με μυτερές βελόνες που καθάριζαν το μαλλί των προβάτων
λελέκ = πελαργός, (μτφ)ο ψηλός και αδύνατος
λιάζου = βάζω κάτι στον ήλιο
λιανός = αδύνατος
λιανώματα = ψιλά κέρματα
λειψό = λίγο
λθάρ = πέτρα
λιμασμένο = πεινασμένο
λμπά, ή λιόκια = γεννητικά όργανα
λίμπα = (μτφ) διάλυση
λόγγος = πυκνό δασός
λούτο = κουτοπόνηρο, χαζό
λαουτιάζω = κρύβουμε κάπου, κάνω τον ανήξερο
λώβα = ακαθαρσία, βρομιά
Μ
μαυλάω = προσκαλώ τα ζώα
μαγαρσιά = ακαθαρσία
μάγκωμα = πιάσιμο
μαγκούφης = αυτός που ζει μόνος
μαδέρ = δοκάρι χρησιμοποιείται για στήριγμα σε πατώματα και ταβάνια
μαλαγάνας = αυτός που πετυχαίνει το σκοπό του με κολακείες
μανάρ = οικόσιτο αρνί
μαντέμ = μετάλλευμα
μαντρί = ποιμνιοστάσιο
μακεδονήσι = μαϊντανός
μαντάτα = ειδήσεις
μαντζίρε = φαΐ
μαραγκίαζ = μαραίνεται
μαράζι = καημός
μαργώνω = κρυώνω
μαρκάλισμα = αναπαραγωγή αμνοεριφίων
μαστραπάς = κανάτα
ματζαφλάρ = μακρύ εργαλείο
ματσαράγκα = πονηριά
ματσαλάω = μασάω
μεδούλι = μυεαλό των οστών
μεσαδκά = εντόσθια
μολόημα = αφήγηση, αυτό που θα συζητηθεί
μούτα = φάντασμα, εξωτικό, (μτφ) αυτός που δεν μιλάει
μουρή = πρόσωπο, - έλα μουρή τη κάνης;
μονόχι = το ευνουχισμένο ζώο
μπαίλισιά = ζαλάδα
μπαιρ = χέρσο, ξερό χωράφι
μπακάνιασα = πρήξιμο από πολύ νερό
μπακανιαρκο = πρησμένο, με κοιλία ασύμμετρη σε σχέση με το υπόλοιπο σώμα
μπάτσα = σφαλιάρα
μπαταλό = απρόσεκτο
μπάζα = μάζεμα διαφόρων αντικειμένων κυρίως άχρηστα
μπάφιασα = λαχάνιασα
μπιλιέτο = ειδοποιητήριο κάλεσμα
μπίτ =καθόλου
μπίτσα = σχόλασα τελείωσα
πλάνα = κομμάτι σκληρό χώμα σε φρέσκο- οργωμένο χωράφι
μπλάρ = μουλάρι
μπατσανάω = παίζω σε ρηχά νερά
μπομπότα = καλαμποκίσιο ψωμί
μπόσκα = χαλαρά
μπούγιο = συγκέντρωση πολλών ανθρώπων
μπούγλα = τενεκές μεταλλικός
μπουρδουκλώνω = μπερδεύω
μπουρμπούτσαλο = έντομο
μπουχαρί = καμινάδα
μπρίκ = μπρίκι για καφέ ή τσάι
μπροστουμούνα = ποδιά
μσκάρ = μοσχάρι
μστρί = μυστρί
μτσούνα = μούρη
Ν
νέκρα = λιποθυμιά, (μτφ) έλλειψη κινήσεις
νεφραμιά = κομμάτι κρέας από συγκεκριμένο σημείο στα νεφρά του ζώου
νίβω = πλένω
νιός = νέος
νίλα = πανωλεθρία
νουγάω = καταλαβαίνω
νομ = δώσε
νταβάς = ταψί
νταβάνι = οροφή
νταβάνια = έντομα που θρέφονται με αίμα
ντρουβάς = μάλλινο σακίδιο, ταγάρι
ντουμάν = πυκνός καπνός
ντούρος = ίσιος στητός
νταγλαράς = πολύ ανεπτυγμένος
ντάλα = κατακέφαλα
νταούλι = μουσικό όργανο (μτφ) πρησμένος, φουσκωμένος
νταρντάνα = (γεμάτη) ψιλή γυναίκα
ντελικάτος = αυτός που αρρωσταίνει εύκολα, ο αδύνατος
ντερέκι = πολύ ψιλός
ντερλίκι = παρά πολύ φαΐ
ντέφ = μουσικό όργανο (μτφ) όταν
χτυπάμε κάτι με ρυθμό
ντζιοπάνς = βοσκος
ντίπ = καθωλου
ντουγρού = χωρίς σκέψη, απρόσεκτα, αυθόρμητα
νταμζάνα = γυάλινο δοχείο για ποτά
Ξ
ξάι = κέρδος του εργοδότη από τον εργάτη, ποσοστό επί της παραγωγής
ξαπόστασα = ξεκουράστηκα
ξαστόχησα = ξέχασα
ξακρίδ = στην άκρη
ξάσμα = μαλλί λαναρισμένο
ξαίνω = λαναρίζω μαλλιά
ξεζγαρλάει = ξύνει κάτι επιφανειακά
ξεκαμπάει = έρχεται ξαφνικά απροειδοποίητα
ξεκλιτσιάσκει = διαλύθηκε
ξεκολώθκει = ξεριζώθηκε (μτφ) αυτός που δούλεψε πολύ μέχρι τελικής πτώσης
ξεκούτιασε = αυτός που έχασε το μυαλό του
ξεσκλίσκει = σκίστηκε
ξεσπρίζει = βγάζει ένα-ένα τα σπυριά από το καλαμπόκι
ξετσαουλίσκει = έφυγε το σαγόνι
ξεκουλιάσκει = έφυγε ο κώλος(μτφ) αυτός που κάνει παραπάνω απ’αυτά που μπορεί
ξεσκαντάλσει = απασφλίζει
ξέβγαλμα = ξέπλυμα
ξεθλύκοτο = ξεκούμπωτο
ξεθεώθκα = έφυγα απ’ το θεό (μτφ) κούραση υπερβολική ταλαιπωρία
ξεράδ = ξερό κλαδί
ξέφτ = κλώστη, νήμα από φθαρμένο ύφασμα
ξίγκ = λίπος
ξωθκά = νεράιδες εξωτικά
ξωπαρμένος = τρελός, σαλιάρης, εξωπραγματικός
Ο
ορμήνια = συμβουλή
οτ’ = ότι
ουι = επιφώνημα θλίψης
ουρέ = μωρέ, τι κάνεις ουρέ;
ουχτρός = εχθρός
όχτος = τοίχος, ξερολιθιά
ουλούθι = παντού
όψμου = αυτό που γεννιέται αργά καθυστερημένα
Π
παγάνα = ομαδικό κυνήγι
πάγανα = καλικάτζαροι
παγούρ = μικρό δοχείο νερού
παζάρ = δημόσια αγορά, διαπραγμάτευση στην τιμή
παένου = πηγαίνω
παλάντζα = ζυγαριά
παραγκώμ = παρατσούκλι
παρασόλσα =φοβήθηκα έπαθα σύνχηση
παρτσακλός = αυτός που δεν περπατάει κανονικά
πατατούκα = χοντρό ρούχο για το
χειμώνα σακάκι, ή παλτό
πατ-κουτ =γρήγορα
πατσιαούρα = πανί για καθάρισμα (μτφ) άσχημη γυναίκα
πάφλας = τσίγκινο κομμάτι (μτφ) άχρηστο αντικείμενο χωρίς αξία
παχνί = ξύλινο κουτί για την τροφή των ζωών
πουδάρ = πόδι
πατσιά = πατημασιά
πεζούλι = τοίχος για συγκράτηση χώματος
πελεκάω = κόβω κάποιο ξύλο (μτφ) ξυλοφορτώνω
πελεκούδι = κομμάτι από το κομμένο ξύλο καίγετε εύκολα
πεδικλώνομαι = παραπατάω
πέτρα = φύλλο ζύμης
πλάστης = κυλινδρικό ξύλο με το οποίο ανοίγουν τα φύλλα ζύμης
πετσοκόβω = κόβω μικρά κομμάτια (μτφ) ξυλοφορτώνω
πετσώνω = καλύπτω επιφάνεια
πέφτ = Πέμπτη, ημέρα της εβδομάδας
πθαμή = πιθαμή
πιστρόφια = επιστροφή της νύφης στο σπίτι το πατρικό
πλαστήρ = ξύλινη κυλινδρική βάση για το άνοιγμα φύλλων ζύμης
πλιαστιανάω = χτυπώ τα νερά
πλί= πουλί
πλόχειρο = χούφτα του ενός χεριού
ποστιάζω = βάζω το ένα πάνω στο άλλο
πότζ = τσίπουρο βρασμένο με ζάχαρη
πουρνό = πρωί
πουκάρ = το μαλλί των πρόβατων όταν τα κουρεύουνε
πράζ = πειράζει
πράζω = ενοχλώ
πράματα = γενικά τα ζώα πρόβατα, γίδια κ.λ.π
πρέντζα = γαλακτοκομικό προϊόν
προγκάω = φοβίζω τα ζώα τα κατευθύνω κάπου
προκάνω = προφτάνω
πριόβολος = είδος αναπτήρα
πσμάδ = μικρότερο που γεννήθηκε όψιμο
πτιά = μητρικό γάλα στο στομάχι αμνοεριφίων, χρησιμοποιείται για το πήξιμο τυριού
πτσαράς = φιλοφρόνηση για νεαρό αγόρι
πιρομάδα = φέτα ψωμιού που ζεσταίνουμε στο τζάκι
πυροστιά = τρίγωνη σιδερένια βάση για κατσαρόλες στην φωτιά
Ρ
ραγουβύζ = ρώγα που βυζαίνουν τα ορφανά αμνοερίφια
ρακουγιάλ = ποτήρι για ρακί
ρεκουβέλαξε = δυνατό κλάμα, ουρλιαχτό
ρέκος = κλάμα
ρέντζελο = κουρέλι, ρετάλι
ρεχάτ = ξεκούραση
ρζάφτ = το πίσω μέρος του αυτιού, η
ρίζα
ροβολάει = κατεβαίνει απ’ το βουνό
ρόκα = ξύλινο εξάρτημα για γνέσιμο μαλλιού
ρούπουσε = έφαγε πολύ
ρούγα = στενός δρόμος σοκάκι
Σ
σαγάνι = χαλκωματένιο πιάτο
σαλαγάω = μαζεύω οδηγώ με τις φωνές τα ζώα
σαλβάρ = έμπαινε στο στόμα των ζώων για να μην δαγκώνονται
σάλουμα = άχυρο
σαρμανίτσα = κούνια
σάισμα = κουβέρτα από μαλλί τράγου
σβόηρας = έντομο (μτφ) ζωηρός
σιαδώθε = προς εδώ
σιατάνας = σατανάς
σιακεί = προς εκεί
σιαλεμένο = αυτό που έχασε το μυαλό
σατέρ = ζυγαριά
σαούτα = μην μιλάς
σιαπάν = προς επάνω
σιαπέρα = προς πέρα, ίσια πέρα
σιάψαλο = γέρικο αδυνατισμένο
σιγκούν = παλιό ρούχο, (παραδοσιακή φορεσιά παλιότερα)
σούγκρα ή σίμπα = σκούντησε ή ανακάτεψε τη φωτιά να ανάψει
σουράω= σφυρίζω
σιούτα = γίδα χωρίς κέρατα
σκιάζω = φοβίζω
σκλέτζα = είδος παιχνιδιού το λέμε και λέγκα
σκλί = σκυλί
σκλίκ = σκουλήκι
σκασμός = μη μιλάς
σκουσμός = κλάμα
σκρούμπος = καμένο
σκτιά = ρούχα
σνί = σχοινί
σούμπρο = ψίχα από καρύδι
σπρί = σπυρί
σπούρνι = σταχτή μαζί με μικρά αναμμένα κάρβουνα
στανιάρω = ισιάζω έρχομαι στα καλά μου
στέρφα = τα αμνοερίφια που δεν γέννησαν
στλιάρ = μακρύ κομμάτι ξύλο, το ξύλινο μέρος του τσεκουριού
στρουπίνα = μακρύ, ίσιο και λεπτό ξύλο χρήσιμο για στήριξη κληματαριάς
στόκος = (μτφ) αυτός που δεν καταλαβαίνει
στοκάρω = πέφτω, χτυπώ κάπου,- συναντώ ανεπιθύμητα πρόσωπα
στούκας = (μτφ) παλιά μάρκα χύμα τσιγάρα
στούκι = χαρτοπαίγνιο (21)
στούμπος = πέτρα για λιθοβολισμό
στουρνάρ = σκληρή πέτρα με το χτύπημα βγάζει σπίθες (μτφ) αγράμματος
στρέγομαι = συμφωνώ
σφάλαγκας = αράχνη
σφουντίλ = εξάρτημα για το αδράχτι (μτφ) αυτός που φερνή γύρες
σφουγκάω = σκουπίζω
σφρουντλάω = πετάω κάτι από εκνευρισμό
Τ
τάβλα = τραπέζι (μτφ) κάποιος που πέφτει ξερός από κάτι απρόοπτο
τρουβάς = ταγάρι
τάλαρος = στρογγυλό ξύλινο δοχείο για τρόφιμα
ταράφ = σοι, φάρα
τάχα = δήθεν
ταχιά = αύριο
τέντζερης = κατσαρόλα
τζαναμπέτης = απατεώνας
τζερεμές = αυτός που μας δημιουργεί προβλήματα (μτφ) ζημιά
τζερζελές = φασαρία, βαβούρα
τζιαμπούνας = αυτός που παίζει τη τσαμπουνά,(μτφ) φωνακλάς
τζιόρας ή τζουμπλέκας = αυτός που το μυαλό του δεν παίρνει στροφές
τζιόβενο = ο ηλικιωμένος που το παίζει νεαρός
τίγκα = γεμάτο
τλούπα = μαλλί έτοιμο για γνέσιμο
τλώνω = γεμίζω παρά πολύ
τομάρ = δέρμα
τραί = τράγος
τραπέτς = ξινό
τράω = κοιτάω
τρίμα = ψίχουλο
τρίψε = κόψε μικρά κομμάτια
τρόγαλο = προϊόν γάλακτος από αυτό βγάζουμε την μυζήθρα
τρόχαλος = μικρές πέτρες διάφορα σχήματα, όχι ριζιμιές
τριποφράχτς = μικρό πούλι που του αρέζει να τρυπώνει στους φράχτες
τσακμάκ = αναπτήρας
τσάκνα = μικρά ξυλά ειδικά για προσανάμματα
τσανάκ = μικρό μεταλλικό μπολ
τσαπράγκαλα = διάφορα μικρά αντικείμενα
τσάρκος = ειδικό χώρισμα μέσα στο μαντρί για τα κατσίκια
τσάχαλο = μικρό σκουπίδι
τσιρλιό = κόψιμο, ρευστά κόπρανα
τσαούλ = κάτω γνάθος
τσατάλ = κάτι που προεξέχει
τσατμάς = μεσοτοιχία
τσιγκλάω = πειράζω
τσίμα – τσίμα = ίσια- ίσια
τσιμπλού = λάμπα πετρελαίου χωρίς λαμπόγιαλο
τσουκανάω = ευνουχίζω (μτφ) χτυπώ
τσουράπ = πλεκτή κάλτσα μάλλινη
τσιόλ = χοντρό σκέπασμα
τσάκα = πλάκα, αυτοσχέδια παγίδα για πούλια
τσκάλι = τσουκάλι
τσούμα = κορυφή λόφου
τφέκ = τουφέκι
τχάκ = μικρός τοίχος
Υ
υλοτομία = κοπή δέντρων
υπαίτιος = αίτιος για κάτι
υφάδ = ύφασμα που κατασκευάζεται στον αργαλειό
ύψωμα = άρτος λειτουργιά στην εκκλησία
Φ
φαμπλιά = φαμελιά
φασκιές = πάνινες λωρίδες που έδεναν τα μωρά
φαφούτς = χωρίς δόντια
φκιάρ = φτυάρι
φλοέρα = φλογέρα, (μτφ) αυτός που δεν έχει μυαλό
φούρκα = μύλο με διχάλα χρησιμοποιείται για υποστύλωμα
φούσκα = μπαλόνι
φσκί = μασημένη τροφοί στο στομάχι του ζώου, κοπριά
φράστ = γρήγορη κίνηση
φσέκ = φισέκι, (μτφ) αυτός που τρέχει γρήγορα σαν μεθυσμένος
Χ
χαίρ = κάτι καλό
χαλεύω = ζητάω
χαμπέρ = μήνυμα, μαντάτο
χαμπλά = χαμηλά
χαψιά = μπουκιά
χιράμ = χειροποίητο ύφασμα
χερόβουλο = μάτσο από στάχυα σιταριού όσο πιάνει το χέρι
χλαπακίζει = τρώει ασυναίσθητα
χλίαρ = κουτάλι
χνέρ = πάθημα
χούι = κακία συνήθεια, ιδιοτροπία
χουριάτς = (μτφ) αυτός που μεταφέρει νοοτροπία χωρικού
χούφταλου = έτοιμος να κατάρρευση
χουιάζω = φωνάζω δυνατά
χοχλάζω = βράζω
χρυσή = ίκτερος
χτικιό = φυματίωση
Ψ
ψες = εχθές
ψίχα = μαλακό ψωμί
ψμάδ = όψιμο τελευταίο
Ω
ωφέλεια = όφελος
ωχρός = χλομός κίτρινος
ωρέ = βρε 

Πηγή: koukoulia.gr

Το Άρθρο το έχει επεξεργαστεί ο Σπύρος Ζαχαρόπουλος 



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου